- καλλίφυλλον
- καλλῐ-φυλλον, τό,A = ἀδίαντον, Hp.Epid.7.59 ([suff] καλλῐ-φυτον Gal.19.107).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλίφυλλον — neut nom/voc/acc sg καλλίφυλλος with beautiful petals masc/fem acc sg καλλίφυλλος with beautiful petals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιφύλλοις — καλλίφυλλον neut dat pl καλλίφυλλος with beautiful petals masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιφύλλου — καλλίφυλλον neut gen sg καλλίφυλλος with beautiful petals masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίφυλλος — καλλίφυλλος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ωραία φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλλίφυλλον το φυτό αδίαντον … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek